οδοντογλύφανο

οδοντογλύφανο
το
ποδοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο οδοντιατρικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό, την απόξεση τών δοντιών ή τη διάνοιξη κοιλοτήτων σ' αυτά προκειμένου να τοποθετηθεί το σφράγισμα, κν. τροχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλύφανο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”